Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvanilòquio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [vaniˈlɔkwjo] 1 παρλάρισμα 2 φασαρία 3 φλυαρία 4 ανόητη χαζοκουβέντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |