Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vànto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvanto]

1 κομπασμός
2 υπεροχή
3 έπαινος
4 δόξα
5 αξία
6 εκτίμηση
7 προτέρημα
8 παινέδι
9 παινάδι
10 χάρη
11 καύχημα
12 αρετή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vanteria vanvera  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vantaggioso (επίθ.)
vantare (ρ. μτβ.)
vantarsi (ρ.μ. (αντων.))
vantatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vanteria (θηλ.ουσ)
vanto (ουσ αρσ )
vanvera (θηλ.ουσ)
vapiti (ουσ αρσ )
vaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporativo (επίθ.)
vaporazione (θηλ.ουσ)
vapore (ουσ αρσ )
vaporetto (ουσ αρσ )
vaporiera (θηλ.ουσ)
vaporimetro (ουσ αρσ )
vaporizzabile (επίθ.)
vaporizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaporizzazione (θηλ.ουσ)
vaporosità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---