Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaporizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vaporiddzaˈtore]

1 εξατμιστήρας
2 εξαερωτήρας
3 ψεκαστήρας
4 ραντιστήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaporizzare vaporizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaporetto (ουσ αρσ )
vaporiera (θηλ.ουσ)
vaporimetro (ουσ αρσ )
vaporizzabile (επίθ.)
vaporizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaporizzazione (θηλ.ουσ)
vaporosità (θηλ.ουσ)
vaporoso (επίθ.)
var (ουσ αρσ )
varano (ουσ αρσ )
varare (ρ. μτβ.)
vararsi (ρ.μ. (αντων.))
varata (θηλ.ουσ)
varcabile (επίθ.)
varcare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
varco (ουσ αρσ )
varea (θηλ.ουσ)
varechina (θηλ.ουσ)
variabile (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---