ItalianoGreco


vaporizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vaporiddzaˈtore]

1 εξατμιστήρας
2 εξαερωτήρας
3 ψεκαστήρας
4 ραντιστήρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---