Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


varàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrare]

1 (nave) καθελκύω
2 (legge) δημοσιεύω

vararsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [vaˈrarsi]

1 εξοκέλλω
2 αποβιβάζομαι σε ακτή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  varano varata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaporizzazione (θηλ.ουσ)
vaporosità (θηλ.ουσ)
vaporoso (επίθ.)
var (ουσ αρσ )
varano (ουσ αρσ )
varare (ρ. μτβ.)
vararsi (ρ.μ. (αντων.))
varata (θηλ.ουσ)
varcabile (επίθ.)
varcare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
varco (ουσ αρσ )
varea (θηλ.ουσ)
varechina (θηλ.ουσ)
variabile (θηλ.ουσ)
variabile (επίθ.)
variabilità (θηλ.ουσ)
variante (θηλ.ουσ)
variante (επίθ.)
varianza (θηλ.ουσ)
variare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---