Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vàrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvarko]

1 δρόμος
2 διάβα
3 άνοιγμα
4 πέρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  varcare varea  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

varare (ρ. μτβ.)
vararsi (ρ.μ. (αντων.))
varata (θηλ.ουσ)
varcabile (επίθ.)
varcare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
varco (ουσ αρσ )
varea (θηλ.ουσ)
varechina (θηλ.ουσ)
variabile (θηλ.ουσ)
variabile (επίθ.)
variabilità (θηλ.ουσ)
variante (θηλ.ουσ)
variante (επίθ.)
varianza (θηλ.ουσ)
variare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
variato (αρσ. επίθ και ουσ)
variatore (ουσ αρσ )
variazione (θηλ.ουσ)
varice (θηλ.ουσ)
varicella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---