Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàrco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvarko] 1 δρόμος 2 διάβα 3 άνοιγμα 4 πέρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |