Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaràta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vaˈrata] 1 εκτόξευση 2 απότομη εκτόνωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |