Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvànvera
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈvanvera] solo nelle locuzioni seguenti permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαparlare a vanvera = μιλώ στα κουτουρού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |