Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvantatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [vantaˈtore] 1 καυχησιάρης 2 παινεσιάρης 3 κομπαστής 4 μεγάλαυχος 5 καυχηματίας 6 επηρμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |