Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vantatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [vantaˈtore]

1 καυχησιάρης
2 παινεσιάρης
3 κομπαστής
4 μεγάλαυχος
5 καυχηματίας
6 επηρμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vantarsi vanteria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vantaggio (ουσ αρσ )
vantaggiosamente (επίρ.)
vantaggioso (επίθ.)
vantare (ρ. μτβ.)
vantarsi (ρ.μ. (αντων.))
vantatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vanteria (θηλ.ουσ)
vanto (ουσ αρσ )
vanvera (θηλ.ουσ)
vapiti (ουσ αρσ )
vaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporativo (επίθ.)
vaporazione (θηλ.ουσ)
vapore (ουσ αρσ )
vaporetto (ουσ αρσ )
vaporiera (θηλ.ουσ)
vaporimetro (ουσ αρσ )
vaporizzabile (επίθ.)
vaporizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---