Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaporàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [vapoˈrare]

1 εξανεμίζομαι
2 εξαερώνομαι
3 εξαφανίζομαι
4 εξατμίζω
5 εξατμίζομαι
6 ξεθυμαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vapiti vaporativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vantatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vanteria (θηλ.ουσ)
vanto (ουσ αρσ )
vanvera (θηλ.ουσ)
vapiti (ουσ αρσ )
vaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporativo (επίθ.)
vaporazione (θηλ.ουσ)
vapore (ουσ αρσ )
vaporetto (ουσ αρσ )
vaporiera (θηλ.ουσ)
vaporimetro (ουσ αρσ )
vaporizzabile (επίθ.)
vaporizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
vaporizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
vaporizzazione (θηλ.ουσ)
vaporosità (θηλ.ουσ)
vaporoso (επίθ.)
var (ουσ αρσ )
varano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---