Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvanità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [vaniˈta] 1 κενοδοξία 2 ματαιοδοξία 3 έπαρση 4 ματαιότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |