Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vangìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vanˈʤile]

στήριγμα ποδιού στο φτυάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vanghetto vanguardia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
vangelizzare (ρ. μτβ.)
vangelo (ουσ αρσ )
vanghettare (ρ. μτβ.)
vanghetto (ουσ αρσ )
vangile (ουσ αρσ )
vanguardia (θηλ.ουσ)
vanificare (ρ. μτβ.)
vaniglia (θηλ.ουσ)
vanigliato (επίθ.)
vanillina (θηλ.ουσ)
vaniloquio (ουσ αρσ )
vanità (θηλ.ουσ)
vanitosamente (επίρ.)
vanitoso (ουσ αρσ )
vanitoso (επίθ.)
vano (ουσ αρσ )
vano (επίθ.)
vantaggio (ουσ αρσ )
vantaggiosamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---