Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vànga  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈvanga]

1 φτυάρι
2 τσάπα
3 σκαπάνη
4 δικέλλα
5 λισγάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vanessa vangare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vanello (ουσ αρσ )
vanerello (επίθ.)
vanesio (ουσ αρσ )
vanesio (επίθ.)
vanessa (θηλ.ουσ)
vanga (θηλ.ουσ)
vangare (ρ. μτβ.)
vangata (θηλ.ουσ)
vangatore (ουσ αρσ )
vangatura (θηλ.ουσ)
vangelista (ουσ αρσ και θηλ.)
vangelizzare (ρ. μτβ.)
vangelo (ουσ αρσ )
vanghettare (ρ. μτβ.)
vanghetto (ουσ αρσ )
vangile (ουσ αρσ )
vanguardia (θηλ.ουσ)
vanificare (ρ. μτβ.)
vaniglia (θηλ.ουσ)
vanigliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---