Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


valligiàno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valliˈʤano]

κάτοικος κοιλάδας

valligiàno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [valliˈʤano]

1 καμπίσιος
2 πεδινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vallicoltura vallivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valle (θηλ.ουσ)
vallea (θηλ.ουσ)
valletta (θηλ.ουσ)
valletto (ουσ αρσ )
vallicoltura (θηλ.ουσ)
valligiano (ουσ αρσ )
valligiano (επίθ.)
vallivo (επίθ.)
vallo (ουσ αρσ )
vallone (ουσ αρσ )
vallone (επίθ.)
vallonea (θηλ.ουσ)
valore (ουσ αρσ )
valorizzare (ρ. μτβ.)
valorizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
valorizzazione (θηλ.ουσ)
valorosamente (επίρ.)
valoroso (αρσ. επίθ και ουσ)
valpolicella (ουσ αρσ )
valuta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---