Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈvallo] 1 ντάπια 2 οχύρωμα 3 τείχος 4 τοίχος 5 έπαλξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |