Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvallétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [valˈletto] 1 υποταχτικός 2 λακές 3 υπηρέτης 4 παιδί υπηρέτης 5 βαλές 6 βοηθός παραγωγής (στην TV) 7 θαλαμηπόλος 8 κοπέλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |