ItalianoGreco


valigiàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valiˈʤajo]

1 πωλητής δερματίνων ειδών
2 βιοτέχνης ή βιομήχανος δερματίνων ειδών


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---