Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvàlido
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈvalido] 1 (in vigore) έγκυρος (-η, -ο) 2 (capace) αξιόλογος (-η, -ο) 3 (efficace) αποτελεσματικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα(έγγραφο) valido per l'espatrio = (di documento) ισχύει για εκπατρισμό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |