Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


validità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [validiˈta]

η εγκυρότητα, η ισχύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  validazione valido  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valicare (ρ. μτβ.)
valico (ουσ αρσ )
validamente (επίρ.)
validare (ρ. μτβ.)
validazione (θηλ.ουσ)
validità (θηλ.ουσ)
valido (επίθ.)
valigeria (θηλ.ουσ)
valigia (θηλ.ουσ)
valigiaio (ουσ αρσ )
vallata (θηλ.ουσ)
valle (θηλ.ουσ)
vallea (θηλ.ουσ)
valletta (θηλ.ουσ)
valletto (ουσ αρσ )
vallicoltura (θηλ.ουσ)
valligiano (ουσ αρσ )
valligiano (επίθ.)
vallivo (επίθ.)
vallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---