Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


valicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [valiˈkare]

1 περνώ με τα πόδια (ποτάμι)
2 διασχίζω με τα πόδια
3 διασχίζω
4 διαβαίνω ποταμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  valicabile valico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valetudinario (αρσ. επίθ και ουσ)
valevole (επίθ.)
valgismo (ουσ αρσ )
valgo (επίθ.)
valicabile (επίθ.)
valicare (ρ. μτβ.)
valico (ουσ αρσ )
validamente (επίρ.)
validare (ρ. μτβ.)
validazione (θηλ.ουσ)
validità (θηλ.ουσ)
valido (επίθ.)
valigeria (θηλ.ουσ)
valigia (θηλ.ουσ)
valigiaio (ουσ αρσ )
vallata (θηλ.ουσ)
valle (θηλ.ουσ)
vallea (θηλ.ουσ)
valletta (θηλ.ουσ)
valletto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---