ItalianoGreco


valetudinàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [valetudiˈnarjo]

1 κατά φαντασία ασθενής
2 υπερβολικά ανησυχών για την υγεία του


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---