Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


valerianàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [valerjaˈnato]

άλας ή εστέρας του βαλερικού οξέως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  valeriana valerianico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

valentuomo (ουσ αρσ )
valenza (θηλ.ουσ)
valere (ρ.αμτβ.)
valersi (ρ.μ. (αντων.))
valeriana (θηλ.ουσ)
valerianato (ουσ αρσ )
valerianico (επίθ.)
Valerio (κύρ.όν. αρσ.)
valetudinario (αρσ. επίθ και ουσ)
valevole (επίθ.)
valgismo (ουσ αρσ )
valgo (επίθ.)
valicabile (επίθ.)
valicare (ρ. μτβ.)
valico (ουσ αρσ )
validamente (επίρ.)
validare (ρ. μτβ.)
validazione (θηλ.ουσ)
validità (θηλ.ουσ)
valido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---