Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvalére
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [vaˈlere] 1 (aver valore) αξίζω 2 (essere capace) είμαι άξιος 3 (essere valido) ισχύω valersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [vaˈlersi] 1 χρησιμοποιώ 2 επωφελούμαι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnon vale la pena = δεν αξίζει τον κόπο || valere la pena = αξίζει τον κόπο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |