Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvalentìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [valenˈtia] 1 επιδεξιότητα 2 ικανότητα 3 δυνατότητα 4 δεξιοτεχνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |