Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaldostàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [valdosˈtano] 1 κάτοικος της κοιλάδας της Αόστης 2 διάλεκτος της Αόστης valdostàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [valdosˈtano] ο της κοιλάδας της Αόστης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |