Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaldìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [valˈdizmo] αίρεση του Καθολικισμού του 1184 μ.Χ. permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |