Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaldése
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [valˈdese], [valˈdeze] οπαδός σχισματικής αίρεσης στη Β. Ιταλία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |