Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [vaˈjɔlo]

η βλογιά, η ευλογιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaiolatura vaioloide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vaio (ουσ αρσ )
vaio (επίθ.)
vaiolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
vaiolato (επίθ.)
vaiolatura (θηλ.ουσ)
vaiolo (ουσ αρσ )
vaioloide (θηλ.ουσ)
vaioloso (αρσ. επίθ και ουσ)
valanga (θηλ.ουσ)
valchiria (θηλ.ουσ)
valdese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
valdismo (ουσ αρσ )
valdostano (ουσ αρσ )
valdostano (επίθ.)
vale (επιφ.)
valente (επίθ.)
valentia (θηλ.ουσ)
valentina (θηλ.ουσ)
valentino (κύρ.όν. αρσ.)
valentuomo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---