Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


vaiolàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [vajoˈlato]

1 με μικρούς λάκκους
2 βαθουλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vaiolarsi vaiolatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

vagotonia (θηλ.ουσ)
vagotonico (αρσ. επίθ και ουσ)
vaio (ουσ αρσ )
vaio (επίθ.)
vaiolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
vaiolato (επίθ.)
vaiolatura (θηλ.ουσ)
vaiolo (ουσ αρσ )
vaioloide (θηλ.ουσ)
vaioloso (αρσ. επίθ και ουσ)
valanga (θηλ.ουσ)
valchiria (θηλ.ουσ)
valdese (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
valdismo (ουσ αρσ )
valdostano (ουσ αρσ )
valdostano (επίθ.)
vale (επιφ.)
valente (επίθ.)
valentia (θηλ.ουσ)
valentina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---