Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόvaligerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [valiʤeˈria] 1 κατάστημα δερματίνων ειδών 2 δερμάτινα είδη 3 εργοστάσιο δερματίνων ειδών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |