Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saccàta (θηλ.ουσ) sacerdòzio (ουσ αρσ )
saccatùra (θηλ.ουσ) sacràle (επίθ.)
saccènte (ουσ αρσ και θηλ.) sacralità (θηλ.ουσ)
saccènte (επίθ.) sacralizzàre (ρ. μτβ.)
saccenteménte (επίρ.) sacralizzazióne (θηλ.ουσ)
saccenterìa (θηλ.ουσ) sacramentàle (αρσ. επίθ και ουσ)
saccheggiaménto (ουσ αρσ ) sacramentàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saccheggiàre (ρ. μτβ.) sacramentarsi (ρ.μ. (αντων.))
saccheggiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) sacramentàrio (ουσ αρσ )
sacchéggio (ουσ αρσ ) sacramentàto (επίθ.)
sacchétta (θηλ.ουσ) sacraménto (ουσ αρσ )
sacchétto (ουσ αρσ ) sacràre (ρ.αμτβ.)
saccifórme (επίθ.) sacràre (ρ. μτβ.)
sàcco (ουσ αρσ ) sacràrio (ουσ αρσ )
saccòccia (θηλ.ουσ) sacrificàbile (επίθ.)
saccocciàta (θηλ.ουσ) sacrificàle (επίθ.)
saccomànno (ουσ αρσ ) sacrificàre (ρ.αμτβ.)
saccóne (ουσ αρσ ) sacrificàre (ρ. μτβ.)
sacculàre (επίθ.) sacrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sacculato (επίθ.) sacrificàto (επίθ.)
sàcculo (ουσ αρσ ) sacrificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
sacèllo (ουσ αρσ ) sacrifìcio (ουσ αρσ )
sacerdotàle (επίθ.) sacrifìzio (ουσ αρσ )
sacerdòte (ουσ αρσ ) sacrilègio (ουσ αρσ )
sacerdotéssa (θηλ.ουσ) sacrìlego (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: