Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacculato
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sakkuˈlato] 1 σακοειδής 2 με ασκοειδείς επεκτάσεις 3 ασκοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |