Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sacramentàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sakramenˈtarjo]

1 αιρετικός που πιστεύει ότι ο Χριστός παρίσταται συμβολικά στη θεία κοινωνία
2 πιστός σε τελετές μυστηρίων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacramentarsi sacramentato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacralizzare (ρ. μτβ.)
sacralizzazione (θηλ.ουσ)
sacramentale (αρσ. επίθ και ουσ)
sacramentare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sacramentarsi (ρ.μ. (αντων.))
sacramentario (ουσ αρσ )
sacramentato (επίθ.)
sacramento (ουσ αρσ )
sacrare (ρ.αμτβ.)
sacrare (ρ. μτβ.)
sacrario (ουσ αρσ )
sacrificabile (επίθ.)
sacrificale (επίθ.)
sacrificare (ρ.αμτβ.)
sacrificare (ρ. μτβ.)
sacrificarsi (ρ.μ. (αντων.))
sacrificato (επίθ.)
sacrificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sacrificio (ουσ αρσ )
sacrifizio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---