Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacràrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈkrarjo] 1 αρχαίο ρωμαὶκό ιερό ναού 2 άδυτο 3 κόλπος της οικογένειας 4 ιερό 5 βωμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |