Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsacrifìzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sakriˈfittsjo] 1 προσφορά 2 θυσία 3 προσφορά σε θεότητα 4 σπονδή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |