Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sadducèo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sadduˈʧɛo]

Σαδουκαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sacrosanto sadico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sacro (ουσ αρσ )
sacro (επίθ.)
sacroiliaco (επίθ.)
sacrosantamente (επίρ.)
sacrosanto (επίθ.)
sadduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
sadico (ουσ αρσ )
sadico (επίθ.)
sadismo (ουσ αρσ )
sadomasochismo (ουσ αρσ )
sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)
saduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
saetta (θηλ.ουσ)
saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)
saettone (ουσ αρσ )
safari (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---