Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saétta, saètta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [saˈetta], [saˈɛtta]

1 αστραπή
2 κεραυνός
3 αστροπελέκι
4 σαΐτα
5 βέλος
6 αντηρίς
7 διαβολόπαιδο
8 δείκτης οργάνου
9 μύτη ανταλλακτική τρυπανιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saduceo saettante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sadismo (ουσ αρσ )
sadomasochismo (ουσ αρσ )
sadomasochista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sadomasochistico (επίθ.)
saduceo (αρσ. επίθ και ουσ)
saetta (θηλ.ουσ)
saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)
saettone (ουσ αρσ )
safari (ουσ αρσ )
safena (θηλ.ουσ)
safeno (επίθ.)
saffica (θηλ.ουσ)
saffico (αρσ. επίθ και ουσ)
saffismo (ουσ αρσ )
saffo (θηλ.ουσ)
safranina (θηλ.ουσ)
saga (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---