Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


safàri  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈfari]

σαφάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saettone safena  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saettante (επίθ.)
saettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
saettatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saettella (θηλ.ουσ)
saettone (ουσ αρσ )
safari (ουσ αρσ )
safena (θηλ.ουσ)
safeno (επίθ.)
saffica (θηλ.ουσ)
saffico (αρσ. επίθ και ουσ)
saffismo (ουσ αρσ )
saffo (θηλ.ουσ)
safranina (θηλ.ουσ)
saga (θηλ.ουσ)
sagace (επίθ.)
sagacemente (επίρ.)
sagacia (θηλ.ουσ)
sagacità (θηλ.ουσ)
saggezza (θηλ.ουσ)
saggiamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---