Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàffico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsaffiko]

ο της Σαπφούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saffica saffismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saettone (ουσ αρσ )
safari (ουσ αρσ )
safena (θηλ.ουσ)
safeno (επίθ.)
saffica (θηλ.ουσ)
saffico (αρσ. επίθ και ουσ)
saffismo (ουσ αρσ )
saffo (θηλ.ουσ)
safranina (θηλ.ουσ)
saga (θηλ.ουσ)
sagace (επίθ.)
sagacemente (επίρ.)
sagacia (θηλ.ουσ)
sagacità (θηλ.ουσ)
saggezza (θηλ.ουσ)
saggiamente (επίρ.)
saggiare (ρ. μτβ.)
saggiatore (ουσ αρσ )
saggiatura (θηλ.ουσ)
saggina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---