Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sadʤaˈtore]

1 ζυγαριά χημικής ανάλυσης
2 χημικός αναλύσεων
3 δοκιμαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saggiare saggiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sagacia (θηλ.ουσ)
sagacità (θηλ.ουσ)
saggezza (θηλ.ουσ)
saggiamente (επίρ.)
saggiare (ρ. μτβ.)
saggiatore (ουσ αρσ )
saggiatura (θηλ.ουσ)
saggina (θηλ.ουσ)
sagginale (ουσ αρσ )
sagginare (ρ. μτβ.)
sagginato (επίθ.)
saggio (ουσ αρσ )
saggio (επίθ.)
saggista (ουσ αρσ και θηλ.)
saggistica (θηλ.ουσ)
saggistico (επίθ.)
sagittale (επίθ.)
sagittaria (θηλ.ουσ)
sagittario (ουσ αρσ )
sagittato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---