Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsadʤo]

1 (persona) ο σοφός
2 (esibizione) οι επιδείξεις (f.)

sàggio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsadʤo]

σοφός (-ή, -ό), φρόνιμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sagginato saggista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saggiatura (θηλ.ουσ)
saggina (θηλ.ουσ)
sagginale (ουσ αρσ )
sagginare (ρ. μτβ.)
sagginato (επίθ.)
saggio (ουσ αρσ )
saggio (επίθ.)
saggista (ουσ αρσ και θηλ.)
saggistica (θηλ.ουσ)
saggistico (επίθ.)
sagittale (επίθ.)
sagittaria (θηλ.ουσ)
sagittario (ουσ αρσ )
sagittato (επίθ.)
sagola (θηλ.ουσ)
sagoma (θηλ.ουσ)
sagomare (ρ. μτβ.)
sagomato (αρσ. επίθ και ουσ)
sagomatrice (θηλ.ουσ)
sagomatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---