Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsadʤo] 1 (persona) ο σοφός 2 (esibizione) οι επιδείξεις (f.) sàggio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsadʤo] σοφός (-ή, -ό), φρόνιμος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |