Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sàgola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsagola]

1 καραβόσκοινο
2 κάβος
3 παλαμάρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sagittato sagoma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saggistico (επίθ.)
sagittale (επίθ.)
sagittaria (θηλ.ουσ)
sagittario (ουσ αρσ )
sagittato (επίθ.)
sagola (θηλ.ουσ)
sagoma (θηλ.ουσ)
sagomare (ρ. μτβ.)
sagomato (αρσ. επίθ και ουσ)
sagomatrice (θηλ.ουσ)
sagomatura (θηλ.ουσ)
sagra (θηλ.ουσ)
sagrato (ουσ αρσ )
sagrestano (αρσ. επίθ και ουσ)
sagrestia (θηλ.ουσ)
sagrì (ουσ αρσ )
sagrista (ουσ αρσ )
sagù (ουσ αρσ )
sahariana (θηλ.ουσ)
sahariano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---