Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sagràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈgrato]

1 προαύλιο εκκλησίας
2 κατάρα
3 βλαστήμια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sagra sagrestano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sagomare (ρ. μτβ.)
sagomato (αρσ. επίθ και ουσ)
sagomatrice (θηλ.ουσ)
sagomatura (θηλ.ουσ)
sagra (θηλ.ουσ)
sagrato (ουσ αρσ )
sagrestano (αρσ. επίθ και ουσ)
sagrestia (θηλ.ουσ)
sagrì (ουσ αρσ )
sagrista (ουσ αρσ )
sagù (ουσ αρσ )
sahariana (θηλ.ουσ)
sahariano (αρσ. επίθ και ουσ)
sahib (ουσ αρσ )
saia (θηλ.ουσ)
saio (ουσ αρσ )
sakè (ουσ αρσ )
sala (θηλ.ουσ)
salace (επίθ.)
salacità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---