Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsagràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [saˈgrato] 1 προαύλιο εκκλησίας 2 κατάρα 3 βλαστήμια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |