Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsagrestàno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sagresˈtano] 1 εκκλησάρης 2 σκευοφύλακας 3 κωδωνοκρούστης 4 καντηλανάφτης 5 νεωκόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |