Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈsala] η σάλα, η αίθουσα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsala [θηλ.] da pranzo = η τραπεζαρία || sala [θηλ.] d'attesa = η αίθουσα αναμονής || sala [θηλ.] giochi = η αίθουσα παιχνιδιών || sala [θηλ.] partenze = η αίθουσα αναχωρήσεων Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |