Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salacità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [salaʧiˈta]

1 ασέλγεια
2 λαγνεία
3 χυδαιότητα
4 χυδαιολογία
5 αθυροστομία
6 ακολασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salace salagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

saia (θηλ.ουσ)
saio (ουσ αρσ )
sakè (ουσ αρσ )
sala (θηλ.ουσ)
salace (επίθ.)
salacità (θηλ.ουσ)
salagione (θηλ.ουσ)
salamandra (θηλ.ουσ)
salame (ουσ αρσ )
salamelecco (ουσ αρσ )
Salamina (κύρ.όν. θηλ.)
salamoia (θηλ.ουσ)
salamoiare (ρ. μτβ.)
salare (ρ. μτβ.)
salariale (επίθ.)
salariare (ρ. μτβ.)
salariato (ουσ αρσ )
salariato (επίθ.)
salario (ουσ αρσ )
salassare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---