Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


salàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [saˈlarjo]

ο μισθός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  salariato salassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salare (ρ. μτβ.)
salariale (επίθ.)
salariare (ρ. μτβ.)
salariato (ουσ αρσ )
salariato (επίθ.)
salario (ουσ αρσ )
salassare (ρ. μτβ.)
salassatura (θηλ.ουσ)
salasso (ουσ αρσ )
salata (θηλ.ουσ)
salatino (ουσ αρσ )
salato (ουσ αρσ )
salato (επίθ.)
salatoio (ουσ αρσ )
salatore (ουσ αρσ )
salatura (θηλ.ουσ)
salcigno (επίθ.)
salciolo (ουσ αρσ )
salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---