Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsalcìgno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [salˈʧiɲɲo] 1 ροζιασμένος 2 ροζιάρικος 3 ο της ιτιάς 4 ροζιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |