Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


saldàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [salˈdare]

1 (unire) συγκολλώ
2 (pagare) εξοφλώ

saldarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [salˈdarsi]

1 δένω (για σπασμένο κόκαλο
2 επουλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  saldamento saldativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

salda (θηλ.ουσ)
saldabile (επίθ.)
saldabilità (θηλ.ουσ)
saldamente (επίρ.)
saldamento (ουσ αρσ )
saldare (ρ. μτβ.)
saldarsi (ρ.μ. (αντων.))
saldativo (επίθ.)
saldato (επίθ.)
saldatoio (ουσ αρσ )
saldatore (αρσ. επίθ και ουσ)
saldatrice (θηλ.ουσ)
saldatura (θηλ.ουσ)
saldezza (θηλ.ουσ)
saldo (ουσ αρσ )
saldo (επίθ.)
saldobrasatura (θηλ.ουσ)
sale (ουσ αρσ )
salentino (ουσ αρσ )
salentino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---