Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaldézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [salˈdettsa] 1 σιγουριά 2 μονιμότητα 3 εμμονή 4 βαθμός αντίστασης 5 βαθμός αντοχής 6 σιγουράδα 7 κουράγιο 8 ανθεκτικότητα 9 σταθερότητα 10 ευστάθεια 11 κατάληψη μικρού χώρου 12 συμπαγής υφή ή κατάσταση 13 στερεότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |