Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsaldatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [saldaˈtore] 1 κολλητήρι ηλεκτρικό 2 ηλεκτροσυγκολλητής 3 συγκολλητής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |